- τείον
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ποῑον, Κρῆτες».[ΕΤΥΜΟΛ. Κτητ. τ. τού ποῖον (πρβλ. ὀτεῖος: ὁποῖος) σχηματισμένος από τους τ.: γεν. τέο, δοτ. τεῳ τής αντων. τίς*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ТИОАСФАЛЬТЫ — [τειον (тейон) сера] асфальты с высоким содер. серы. Образуются в условиях гипергенного преобразования высокосернистых нефтей (напр., тринидад ский асфальт). В существующих классификациях не выделяются в качестве особой… … Геологическая энциклопедия
τέιο(ν) — το, Ν (λόγιος τ.) 1. το τσάι, τα αποξηραμένα και τριμμένα φύλλα τού τεΐοδένδρου 2. το αφέψημα από τα φύλλα αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινεζ. ťe, μέσω τών ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. αγγλ. tea, γαλλ. the, γερμ. Tee). Η λ., στον λόγιο τ. τέϊον, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
φατειός — ά, όν, Α (επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός (για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φα τειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φημί*, αποτελεί το αρχαιότερο… … Dictionary of Greek
kʷo-, kʷe-, fem. kʷā; kʷei- — kʷo , kʷe , fem. kʷā; kʷei English meaning: indefinite/interrogative pronominal base Deutsche Übersetzung: die betonten Formen sind Interrogativa, die unbetonten Indefinita Grammatical information: (presumably einst only in nom.… … Proto-Indo-European etymological dictionary